Δευτέρα 10 Μαρτίου 2014

Ζω σαν να’ ναι να πεθάνω…



   Από κείνη τη μέρα του πρώτου σεισμού θέλω να σου γράψω. Θέλω να σου πω πόσο απότομα άλλαξε τη ζωή μας εκείνη η μέρα.
Είχαμε αποκοιμηθεί και το τράνταγμα μας ξύπνησε.
Τρέχαμε πανικόβλητοι να σωθούμε από τη δύναμη και την επιβολή μιας δύναμης που δε μπορείς να πολεμήσεις, δεν ελέγχεις, δεν γνωρίζεις.
Και βρεθήκαμε σώοι ευτυχώς, να ζούμε μέσα στο αυτοκίνητο και να φοβόμαστε κάθε δυο και τρία λεπτά, με κάθε μετασεισμό, με κάθε φύσημα του αέρα, να γεμίζουν τα μάτια φόβο και αγωνία. «Ήρτε πάλι», να λένε οι ντόπιοι.
Κι εμείς, οι ξένοι, που ζήσαμε τον ίδιο πανικό και τον ίδιο φόβο για τη ζωή μας, να νοιώθουμε πως ακόμα κι ο σεισμός είναι κάτι δικό τους. Εμείς λαθραία τον ζήσαμε, λαθραία τον «δανειστήκαμε», όπως δανειστήκαμε τον τόπο τους, τον αέρα και τη θάλασσα του νησιού, την καλημέρα και το «τι κάνεις;» των ανθρώπων του.

   Το καράβι είναι αφιλόξενο και κρύο, όσο κι αν οι άνθρωποι που δουλεύουν εκεί είναι ευγενικοί και τρυφεροί με όλους. Όσο περνούν οι μέρες γίνεται πιο αποπνικτικό, ο αέρας του μου φαίνεται βαρύς, δε θέλω να ζω εκεί, δε θέλω να γυρίσω εκεί. Τριγυρνάω όλη μέρα στο Αργοστόλι που κι αυτό είναι αφύσικα ήσυχο. Ακόμη και τις ώρες που υπηρεσίες και καταστήματα είναι ανοιχτά, υπάρχει μια ησυχία, μια παγωνιά, ένα μούδιασμα σ’ όλη την πόλη. Η ζωντάνια και ο παλμός της πόλης είναι σαν να έχουν κρυφτεί. Ίσως μέσα σε κάποια ρωγμή, ίσως σε μια τρύπα στην άκρη του δρόμου, παραμονεύουν φοβισμένα να περάσει ο κίνδυνος…

   Το Ληξούρι με πληγώνει κάθε φορά που το βλέπω. Από το λιμάνι και τους δρόμους της παραλίας, όλα τα μέρη που περπάτησα και έζησα τα τελευταία χρόνια, το τοπίο έχει αλλάξει. Αισθάνομαι ότι μια σκόνη τυλίγει όλη την πόλη. Ότι ο αέρας είναι βαρύς και τα χρώματα μουντά. Οι άνθρωποι είναι λυπημένοι, αποκαμωμένοι, θυμωμένοι και προβληματισμένοι. Δεν είναι ζωηροί, δεν είναι χαρούμενοι, δεν κάνουν πειράγματα και γέλια. Άλλαξαν. Άλλαξαν κι αυτοί μαζί με το τοπίο. Μουντοί.
Φτάνω έξω από το σπίτι μου, μετά από μέρες.
Παίρνω μια βαθιά ανάσα και μπαίνω στην πολυκατοικία.
Νοιώθω την εγκατάλειψη και την έλλειψη ζωής. Ανεβαίνω σαν υπνωτισμένη τα σκαλιά και μόλις φτάνω στην πόρτα του σπιτιού, μου κόβονται τα πόδια.
Ανοίγω με το κλειδί και κοιτάζω το χάος, το σπίτι μου.
Όλα είναι πεσμένα στο πάτωμα και είναι όλα κομμάτια της ζωής μου: οι φωτογραφίες, τα βιβλία, τα παιχνίδια του παιδιού μου.
Δεν έχω κάτι άλλο μεγάλης αξίας εδώ μέσα. Αυτά με πληγώνουν πιο πολύ. Τα μικρά καθημερινά αντικείμενα που δείχνουν πως υπάρχουν άνθρωποι, πως ζουν, πως αγκαλιάζονται, φιλιούνται και γελούν.

   Θυμάμαι τις ώρες πριν τον πρώτο σεισμό. Την απλή καθημερινότητα με αγάπη και ήλιο. Την ασφάλεια που νοιώθαμε καθώς ξαπλώναμε στο κρεβάτι. Και μετά, ένας γλυκός μεσημεριάτικος ύπνος.
Ξαφνικά ακούω τη φωνή σου: «Μαμάαααα…» και σε βλέπω με τον τρόμο στο βλέμμα σου, να παραπατάς σαν να περπατάς πάνω σε γυαλιά. Το βάρος σου είναι ένα παιχνίδι για τον εγκέλαδο και παίζει μαζί σου όπως έπαιζες εσύ με την κουδουνίστρα σου. Σε τινάζει και σε αποσυντονίζει καθώς έρχεσαι τρομαγμένος στην αγκαλιά μου.
Κατεβαίνοντας τα σκαλιά, η σκάλα θαρρείς και πηγαινοέρχεται. Ξυπόλητοι βγαίνουμε στο δρόμο και στεκόμαστε σαστισμένοι, καθώς οι μετασεισμοί έρχονται δυνατοί ο ένας μετά τον άλλον.  Δε σταματάει. Δε σταματάει.

   Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Εδώ θα είναι το σπίτι μας τις επόμενες μέρες. Παίρνουμε ένα πάπλωμα, δανειζόμαστε κάλτσες, κοιμόμαστε με τα παπούτσια. Είμαστε έτοιμοι να φύγουμε, να τρέξουμε, να αντιδράσουμε. Τα μάτια κουρασμένα αλλά διεσταλμένα, τα αυτιά μας ανοιχτά, τα χέρια έτοιμα να ανοίξουν τις πόρτες.
«Ήρτε πάλι».
Πάλι και πάλι μας φωνάζει δυνατά πως είναι ένα κομμάτι του νησιού, ένας κάτοικος κι αυτός, όχι ξένος, δικός.
Επιβάλλει την παρουσία του. Φωνάζει «είμαι εδώ, εδώ είναι ο τόπος μου, κάντε μου χώρο. Θέλω να ζήσω εδώ.»
Αυτά τα λόγια που λέω κι εγώ δυο χρόνια τώρα. Μα εγώ δε μπορώ να τους ταρακουνήσω. Δε μπορώ να τους πείσω να κάνουν χώρο, να χωρέσω κι εγώ.

   Η αλήθεια είναι πως πολλοί άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους. Η αλήθεια είναι πως όλοι μπήκαμε στην ψυχολογία του φόβου και της απώλειας. Απλά για μας, για τους ξένους, μπορεί όλοι να πιστεύουν πως η απώλεια ήταν μικρότερη, μα η απώλεια δε μετριέται μόνο με τα τετραγωνικά.
Χάσαμε κι εμείς τη ζωή μας, χάσαμε κι εμείς τον αγώνα που κάναμε να στεριώσουμε σ’ αυτόν τον τόπο, σ’ αυτόν τον όμορφο και άγριο τόπο.
Δεν ξέρω τι θα γίνει. Δεν ξέρω τι αποτέλεσμα θα έχει για τη ζωή μου όλη αυτή η αλλαγή. Παίρνω το παιδί και πάμε στο πατρικό μου. Γιατί τέτοιες ώρες θέλεις την αγκαλιά της οικογένειας. Γιατί τέτοιες ώρες οι ντόπιοι κλαίνε πάνω από τον τόπο που γεννήθηκαν κι εσύ νοιώθεις πιο ξένος.

 «Άμμος στροβιλίζεται κι αλλάζει μια ζωή» τραγουδάει η Μελίνα Κανά…
Ησυχάζω ακούγοντας μουσική και σκέφτομαι όλα όσα έγιναν. Έχει περάσει ένας μήνας από τον πρώτο σεισμό κι ακόμη ακούω θόρυβο και πετάγομαι τρομαγμένη. Ο φόβος γίνεται όλο και μικρότερος. Η αίσθηση της ασφάλειας αρχίζει να επανέρχεται. Ποτέ δε θα’ ναι η ίδια αίσθηση, αλλά είναι κοντά σ’ αυτό που ένοιωθα πριν.
Κι όμως κάτι έχει αλλάξει. Το ψάχνω, το σκέφτομαι. Κάτι απροσδιόριστο, κάτι που φευγαλέα το συνειδητοποιώ και πάλι το ψάχνω.
Ζω σαν να’ ναι να πεθάνω…
Αυτό έμεινε, αυτό μ’ έμαθε, αυτό με δίδαξε. Πως κάθε μέρα είναι διαφορετική κι αυτό που έχω σήμερα μπορεί αύριο να μην υπάρχει. Μπορεί να μην υπάρχω καν εγώ. Γι’ αυτό και κάθε μέρα, κάθε ώρα, κάθε στιγμή είναι η ευκαιρία μου να ζήσω, να αγαπήσω, να αγαπηθώ, να μοιραστώ, να αγκαλιάσω και να αγκαλιαστώ, να συγχωρήσω, να ζητήσω συγνώμη.
Όχι πως δεν το ήξερα. Μα το ξέχασα. Αποκοιμήθηκα το γλυκό ύπνο της ασφάλειας και το ξέχασα.
Κι ήρθε ο «Μέγας ντόπιος», ο γιος ετούτης της άγριας γης και με σκούντηξε δυνατά μέσα στον ύπνο μου για να μου το ξαναπεί, για να μου το θυμίσει.
Με κάθε τράνταγμα φώναζε δυνατά και μια λέξη στ’ αυτιά μου: Ζήσε.
Ζήσε.


Με αγάπη, ευγνωμοσύνη και συμπάθεια
για όλους τους κατοίκους της Κεφαλονιάς
και ιδιαίτερα της Παλικής και του Ληξουριού

***************
Για το γιό μου