Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2013

Ο ΔΡΟΜΟΣ


 «Είμαστε στο δρόμο. Ερχόμαστε. Σε καμιά ώρα θα είμαστε εκεί.»
 «Εντάξει. Σας περιμένω. Καλό ταξίδι.»
Κλείνω το κινητό και ξαναβάζω το αυτοκίνητο μπρος. Βρέχει και είναι κουραστικό το ταξίδι. Ρίχνω μια ματιά στο πίσω κάθισμα πριν ξεκινήσω. Ο μικρός κοιμάται. «Για να είμαστε ασφαλείς!» επαναλαμβάνει κάθε φορά που του δένω τη ζώνη ασφαλείας.
Έχει βραδιάσει. Μια  ώρα δρόμο ακόμα για την Αθήνα και θα είμαστε στο σπίτι μας.
Στην επόμενη στροφή τα αυτοκίνητα ουρά, σταματημένα, μια σειρά από φωτάκια που αναβοσβήνουν μέχρι την επόμενη στροφή, που έχω ορατότητα. Τι γίνεται;;;
Μετά από δέκα λεπτά παραμονής με ενημερώνει ένας κύριος:
 «Έγινε ατύχημα έντεκα χιλιόμετρα μπροστά. «Δίπλωσε» στις στροφές μια νταλίκα φορτωμένη μπύρες. Έχει κλείσει όλο το ρεύμα κυκλοφορίας. Μπορεί να μείνουμε εδώ όλο το βράδυ…!!!»

Ο φανταστικός συνοδηγός μου ξυπνάει μέσα στ’ αυτιά μου:
«Και στο είπα! Είναι μεγάλο το ταξίδι! Καλύτερα να ξεκινάμε πρωί-πρωί. Δεν ξέρεις τι θα συμβεί στο δρόμο. Ορίστε τώρα!»
Η φωνή του με συνεφέρνει από το ξάφνιασμα. Νοιώθω το αίμα μου να ανεβαίνει στο κεφάλι μου και η φωνή μου βγαίνει χωρίς σκέψη, σαν να μη κουνάω καν τα χείλη μου, αβίαστα:
«Είσαι καλά; Πού στο καλό ήθελες να ξέρω ότι θα μας κλείσει μια νταλίκα το δρόμο!
Για όλα εγώ φταίω; Κι αυτό εγώ το έκανα; Δε μας παρατάς λέω εγώ!»
Έτσι ήταν τον τελευταίο καιρό η επικοινωνία μας. Εκείνος έλεγε ήρεμα μια κουβέντα – πάντα υποτιμητική και επικριτική όμως – κι εγώ απαντούσα σαν τον αετό που ξύνει τα νύχια του, ετοιμοπόλεμη και επιθετική.
«Και το παιδί; και πως θα τα καταφέρει όλη νύχτα μέσα στο αυτοκίνητο;»
«Μην ανησυχείς για το παιδί. Έχω μαζί μου ότι μπορεί να χρειαστεί. Αλλά δε νομίζω να μείνουμε δα και όλη τη νύχτα εδώ!»
«Πάντα έτσι κάνεις. Ότι και να συμβαίνει το παίρνεις αψήφιστα. Δεν ανησυχείς για τίποτα και να που καταλήξαμε!»
«Πού καταλήξαμε βρε Μιχάλη; Ούτε μισή ώρα δεν είμαστε σταματημένοι. Τι έπαθες λοιπόν; Κουράστηκες κιόλας; Εγώ δεν ανησυχώ για τίποτα, αλλά κι εσύ μήπως ανησυχείς για τα πάντα;;;»
Βγαίνω στο δρόμο χτυπώντας την πόρτα δυνατά. Σκύβω στο τζάμι και κοιτάζω αν ξύπνησε ο μικρός. Κοιμάται γαλήνια. Ηρεμία που την έχει αυτό το παιδί…
Ανάβω ένα τσιγάρο και παρατηρώ το πρόσωπό του. Μάτια βυθισμένα στον ύπνο. Βλέφαρα προστατεύουν το όνειρο. Πόσα μάτια θα κοιτάξουν κατάματα και για πόσα μάτια θα κλάψουν; Χείλη χαλαρά που ψιθυρίζουν στον Μορφέα. Πόσα χείλη θα φιλήσουν και πόσα λόγια θα πουν; Τρυφερά και γλυκά, όρκους αγάπης και πόθου. Και προσβολές, και δικαιολογίες και ψέματα.
Πόσο αθώα ξεκινάνε όλα…

Όταν γνώρισα το Μιχάλη ήμουν δεκαεφτά χρονών. Έζησα μαζί του το μεγάλο έρωτα. Ανακάλυψα τον πόθο και αφουγκράστηκα το κορμί μου. Ένοιωσα την αγάπη και πίστεψα σ’ αυτόν. Τον θαύμαζα και τον έβλεπα τόσο σπάνιο και ξεχωριστό. Και τώρα…
Τώρα έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο. Η σχέση έγινε εκδικητική και ανταγωνιστική. Ο ένας παρατηρεί τα λάθη του άλλου κι η εποχή που κάθε κοίταγμα μας έβγαζε θετικά συναισθήματα έχει γίνει ανάμνηση.
Ξεκινήσαμε σαν σύντροφοι, εραστές και ζευγάρι και τώρα είμαστε μονομάχοι, μόνοι και εχθροί. Πορευτήκαμε μαζί έντεκα χρόνια δρόμο για να φτάσουμε εδώ.
Στη μέση του πουθενά, χωρίς ελπίδα για επιστροφή στο σπίτι, χωρίς αγάπη ανάμεσά μας, το μόνο καλό μετά από τόσα χρόνια το κρατάμε στα χέρια μας, το δώρο της ζωής, το παιδί μας. Κι όσο κοιτάζω πίσω, δεν θυμάμαι τίποτα άλλο παρά την πρώτη φορά που στάθηκε απέναντί μου και μου είπε ότι με θέλει και τη μέρα που ήρθε στον κόσμο ο Γιώργος, ο γιος μας, που μου είπε: «Μ’ έκανες στ’ αλήθεια ευτυχισμένο!»
Η βροχή τρέχει στο πρόσωπό μου. Λυτρωτική και ζεστή. Με τυλίγει σαν αγκαλιά και αφήνομαι χαλαρή στα αγγίγματά της.
Ξαναμπαίνω στο αυτοκίνητο και αφήνω το κορμί μου να πέσει στο κάθισμα, εξουθενωμένη, απογοητευμένη, μα ήρεμη.
Η φωνή μου βγαίνει σαν να μεταδίδω  - δεν αισθάνομαι τίποτα αυτή τη στιγμή. Απλά σκέφτομαι φωναχτά:
«Κάποτε μου είπες πως όλοι είμαστε μόνοι έτσι κι αλλιώς. Η ζωή είναι ένας δρόμος, ένα ταξίδι. Ο καθένας κάνει το ταξίδι, πορεύεται το δρόμο του και μεγαλώνοντας βρίσκει τον εαυτό του. Οι συνοδοιπόροι του μπορεί να περπατήσουν πιο γρήγορα, να πέσουν ή να σταματήσουν σ’ ένα όμορφο σταθμό, ή να τερματίσουν το ταξίδι τους πριν από τον δικό του προορισμό.
Εγώ εδώ και καιρό νοιώθω πως δεν έχω προορισμό. Νοιώθω πως κάπως μπλέξαμε τους δρόμους μας κι έφτασα να κυνηγάω και να ζω πράγματα που δεν είναι δικά μου, που δεν είναι για μένα, απλά είναι ο μόνος τρόπος να είμαι μαζί σου αυτός. Θέλω να ξαναβρώ τους δικούς μου δρόμους, τα δικά μου θέλω και τους δικούς μου στόχους.
Δε σε κατηγορώ που είσαι κάποιος άλλος απ’ αυτόν που γνώρισα κι αγάπησα. Άλλαξες, άλλαξα στην πορεία της ζωής. Παρά το ότι ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και κοιμόμαστε στο ίδιο κρεβάτι, άλλα πράγματα ζούσες καθημερινά εσύ, άλλα εγώ. Άλλα όνειρα έβλεπες το βράδυ εσύ κι άλλα εγώ. Δε μπορέσαμε δυστυχώς να προχωρήσουμε «μαζί». Προχωρούσαμε απλώς ο ένας δίπλα στον άλλο. Δε μοιραζόμασταν, απλά συνυπήρχαμε.
Θέλω να χωρίσουμε.»
Ανοίγω την πόρτα  του αυτοκινήτου και βγαίνοντας νοιώθω τον υγρό αέρα στο πρόσωπό μου  και στα πνευμόνια μου σαν φάρμακο. Βλέπω κάποιους να τρέχουν με πλαστικές σακούλες στα χέρια. «Πάμε να πάρουμε μπύρες, να τα πιούμε!» φωνάζει ένας απ’ αυτούς, χαιρετώντας τα αυτοκίνητα που προσπερνά τρέχοντας.
Μου ξεφεύγει ένα χαμόγελο αναπάντεχης χαράς. Κάποιοι σκέφτονται απλά να περάσουν καλά εδώ που εγκλωβιστήκαμε, να χαρούν την απρόβλεπτη αλλαγή, την ξαφνική ανατροπή στα σχέδιά τους, να γευτούν λίγη χαρά στη μονοτονία της διαδρομής.
Οι πόρτες στα περισσότερα αυτοκίνητα είναι ανοιχτές. Οι οδηγοί έχουν βγει έξω κι έχουν στήσει κουβεντούλα με τους άλλους οδηγούς. Η βροχή είναι πολύ αδύναμη και ίσα-ίσα που μας δροσίζει και μετριάζει τη ζέστη του Αυγούστου.
Από το αυτοκίνητο που έχει σταματήσει πίσω μας, βγαίνει η συνοδηγός και με πλησιάζει:
«Μήπως έχετε λίγο νερό; Μας τελείωσε τόση ώρα που είμαστε εδώ. Κι αυτή η ζέστη…»
«Ναι, βέβαια» απαντώ. Βγάζω από το σάκο του μικρού ένα μπουκάλι νερό και της το προσφέρω.
«Το χωριό μας είναι λίγα χιλιόμετρα από δω» δικαιολογείται, «μα που να φανταστώ ότι δε θα μας φτάσει ένα μπουκάλι νερό, μέχρι να φτάσουμε. Τι είναι πάλι κι αυτό που μας έτυχε!»
«Δεν πειράζει. Τι να κάνουμε…» της λέω. «Ελπίζω σε λίγες ώρες να τελειώσει η ταλαιπωρία μας. Εμείς έχουμε πιο πολύ δρόμο να κάνουμε.»
«Σ’ ένα αυτοκίνητο εδώ πιο κάτω» μου λέει δείχνοντας προς τα πίσω «μια κυρία έχει ένα μωρό και κλαίει όλη την ώρα.»
Κοιτάζω προς τα κει κι ένας οδηγός φωνάζει κάνοντας νοήματα: «Έχει κανείς ένα τσιγάρο;;;»
Τον καλώ με το χέρι να έρθει κοντά μας. Τρέχει και σταματάει μπροστά μου ξεφυσώντας: «Ουφ! Ευχαριστώ! Με’ πιάσαν τα νεύρα μου τόση ώρα!»
Βάζουμε τα γέλια και οι τρεις και κοιταζόμαστε σαν τα μικρά παιδιά που δε γνωρίζονται, αλλά μοιράζονται για λίγο την ίδια αλάνα σε μια γειτονιά και τυχαία βρέθηκαν να παίζουν μαζί.
Υπάρχει μια οικειότητα σ’ αυτή τη μικρή στιγμή που μοιραζόμαστε λίγο νερό, ένα τσιγάρο, ένα χαμόγελο.
Στην εθνική οδό έχει στηθεί μια νέα γειτονιά που ακούγονται κλαρίνα και ειδήσεις και φωνές και ο κόσμος τριγυρνάει σαν ένα πανηγύρι καλοκαιρινό, σαν μια κατάληψη στην άσφαλτο, σαν ένα διάλλειμα στην αέναη κυκλοφορία του δημόσιου δρόμου.
Από το αντίθετο ρεύμα οι οδηγοί με κατεύθυνση προς την Πάτρα συνεχίζουν την πορεία τους κανονικά, δεν σταματούν, κάποιοι κορνάρουν που και που, η βροχή και η νύχτα τους προτρέπουν να πάνε στο σπίτι τους.
Ξαφνικά μια αναστάτωση σαρώνει το μεγάλο δρόμο. Ακούγονται φωνές κι οι οδηγοί βιαστικά τρέχουν πίσω στα οχήματά τους. Κάποιοι βάζουν μπροστά τις μηχανές των αυτοκινήτων. Στην κορυφή  που φαίνεται μπροστά μας αρχίζουν να κινούνται τα αυτοκίνητα.
Η παρέα με τις πλαστικές σακούλες γεμάτες μπύρες κατεβαίνει τρέχοντας το δρόμο.
«Ήρθε ένας γερανός, αλλά είναι πολύ δύσκολο να τη βγάλουνε από το δρόμο. Θα μας πάρει πολύ ώρα μέχρι να ξεπεράσουμε το σημείο του ατυχήματος. Να δούμε…» μου λέει ένας από αυτούς, καθώς μου αφήνει στο χέρι ένα μπουκάλι μπύρας.
Βγάζει τον αναπτήρα του.
«Να στο ανοίξω;» ρωτάει.
«Πως;;;»
«Με τον αναπτήρα!» και κάνει μια κίνηση μοχλού στο καπάκι με τη βάση του αναπτήρα. Το καπάκι τινάζεται με ένα δυνατό θόρυβο. Πλαπ!
«Έτοιμο! Στην υγεία μας!» μου λέει χαμογελώντας και φεύγει τρέχοντας προς το αυτοκίνητό του.
Ρουφάω τον δροσερό αφρό. Πόσο καιρό έχω να πιω μπύρα από το μπουκάλι…

Μπαίνω στο αυτοκίνητο και βάζω μπροστά τη μηχανή. Η πορεία ξεκινάει, κινούμαστε σαν καραβάνι, σε χαμηλή ταχύτητα, με τα φώτα να αναβοσβήνουν και να καλύπτουν τη σκοτεινή νύχτα. Η γειτονιά έχει σκορπίσει κι έχουμε γίνει πια ο καθένας ο μοναχικός άγνωστος επιβάτης. Ο δρόμος έχει αδειάσει από τις φωνές και τα πρόσωπα.
«Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε πια είναι να αποδεχτούμε την αλήθεια» ψιθυρίζω και τα μάτια μου αρχίζουν να τρέχουν, σιωπηλά και ήρεμα. Τα δάκρυά μου δεν είναι δάκρυα  πόνου, αλλά λύπης. «Λυπάμαι Μιχάλη. Δεν ήθελα να φτάσουμε εδώ, αλλά δεν μπορούμε να πάμε παρακάτω οι δυο μας.»
Γυρίζω και κοιτάζω το Γιωργάκη να κοιμάται ήρεμος. Δεν τον ανησύχησε καθόλου όλη αυτή η φασαρία. Η γλυκιά κούραση από το παιχνίδι στην εξοχή τον έχει αφήσει εξουθενωμένο, παραδομένο στον ύπνο.
«Τουλάχιστον ελπίζω για σένα μικρέ μου Γιώργο. Ελπίζω να μπορέσω να σε μεγαλώσω με αγάπη και με φροντίδα. Δεν τα κατάφερα σαν σύντροφος, αλλά θα προσπαθήσω να τα καταφέρω σαν μάνα.»
Η κίνηση έχει γίνει κανονική, κινούμαστε πλέον με χαμηλή αλλά σταθερή ταχύτητα. Το μπλοκάρισμα ξεπεράστηκε, η πορεία αρχίζει να γίνεται ομαλή. Σε λίγη ώρα θα είμαστε στο σπίτι. Σκουπίζω με το χέρι μου τα μάτια μου. Ανοίγω και τους υαλοκαθαριστήρες. Η μελαγχολική βροχή συνεχίζεται…


Μου ανοίγει την πόρτα.
«Τι έγινε; Γιατί δεν πήρες ένα τηλέφωνο;»
«Δεν είχα σήμα. Έλα, βοήθα με με το παιδί.» Του δίνω το Γιώργο στην αγκαλιά του.
«Καλά , πέντε ώρες στο δρόμο πως άντεξε μέσα στο αυτοκίνητο;»
«Σσσς» κάνω βάζοντας το δείκτη στα χείλη μου. «Κοιμόταν» του απαντάω ψιθυριστά.
Όση ώρα βάζει τον μικρό για ύπνο, στέκομαι στην πόρτα και τους κοιτάζω.
Αυτός είναι ο μόνος άντρας που αγάπησα. Δεν μ’ έχει αγγίξει άλλος άντρας ποτέ. Κι αυτός είναι ο γιος που θα μεγαλώσω. Χωρίς τον έναν δεν θα είχα τον άλλον. Αυτό και μόνο αρκεί. Άξιζε η ζωή μου μέχρι τώρα. Τώρα όμως, θέλω να αλλάξω ζωή.
«Να κατέβω να ξεφορτώσω το αυτοκίνητο;» μου λέει κλείνοντας την πόρτα από το δωμάτιο του Γιώργου.
«Όχι… άσε, θέλω να μιλήσουμε πρώτα.»

Κάθομαι στον καναπέ και τον καλώ χτυπώντας το χέρι μου απαλά δυο φορές πάνω στο μαξιλάρι:
«Κάθισε. Θέλω να μιλήσουμε.»
Κάθισε μουδιασμένος, σαν να ήξερε. Παίρνω μια βαθιά ανάσα κι αφήνω να περάσουν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής.
«Θέλω να χωρίσουμε. Αύριο το πρωί θα πάρω το παιδί και θα γυρίσω πίσω.»
«Που θα πας;» ρωτάει με αγωνία.
«Θα πάω πάλι πίσω, τον ίδιο δρόμο. Στους γονείς μου. Θα πάω να μείνω στο σπίτι της γιαγιάς, στο χωριό.»
Του ξεφεύγει ένα χαμόγελο ειρωνείας μαζί και έκπληξης.
«Εννοείς, θα πας να ζήσεις στο χωριό;;;»
«Ναι. Θα κάνω ξενώνα το σπίτι της γιαγιάς. Το αποφάσισα τώρα που ερχόμουν, στο δρόμο.»
«Καλά, τι λες;»
«Λέω αυτό που σκέφτομαι. Αυτό που θέλω. Δε χρειάζεται να συζητήσουμε για το χωρισμό. Η ανύπαρκτη αντίδρασή σου σ’ αυτή μου την κουβέντα, λέει πολλά.»
Σηκώνεται όρθιος και στέκεται απέναντί μου.
«Τι λέει δηλαδή;»
«Λέει ότι το ήξερες ότι αυτή θα είναι η εξέλιξη.» Σηκώνομαι όρθια και στέκομαι μπροστά του, απέναντί του. Χαμηλώνω το κεφάλι, χαμηλώνω τη φωνή. «Περιμένουμε κι οι δυο εδώ και καιρό να γίνει κάτι, να αλλάξει κάτι. Κανείς από τους δύο δεν μπορεί όμως να αλλάξει τα πράγματα. Το έχουμε πάρει απόφαση κι οι δυο πως θα χωρίσουμε, απλά εγώ σήμερα το συνειδητοποίησα. Ένας από τους δύο θα το έλεγε πρώτος. Το λέω εγώ, γιατί εσύ ανησυχείς πολύ για μένα κι αποφεύγεις να το πεις.»
«Ειρήνη, σύνελθε.» Με πιάνει χαλαρά από τους ώμους και με κοιτάει στα μάτια. «Τι είναι αυτά που λες;»
«Μόλις σου είπα ότι θα φύγω και θα πάω στο χωριό, το μόνο που ρώτησες είναι πως θα τα καταφέρω εκεί. Νοιάζεσαι για μένα και για το παιδί, το ξέρω. Όμως δε θέλω μόνο αυτό από τον άνθρωπό μου.» Τον κοιτάζω κατάματα και βλέπω στο βλέμμα του την έκφραση του πόνου.
Σωριάζεται στον καναπέ και κοιτάζει το πάτωμα για λίγα λεπτά, τρίβοντας με το χέρι το πηγούνι του. Η εικόνα του είναι μια πικρή παραλλαγή του αγάλματος του Ροντέν: ‘Ο σκεπτόμενος θλιμμένος’.
Κάθομαι δίπλα του και τρίβω με το χέρι μου ελαφρά την πλάτη του.
Σιωπή.
Ο πόνος έχει πλημμυρίσει το δωμάτιο αλλά τον συνοδεύει μια ήρεμη μελαγχολία.
«Έτσι είναι», λέει σαν να μονολογεί, χωρίς να γυρίσει να με κοιτάξει.
«Είναι αλήθεια, περιμένουμε τόσον καιρό να αλλάξουν μόνα τους τα πράγματα, ή να κάνει κάτι ο άλλος. Δεν έχουμε κουράγιο. Τα παρατήσαμε. Μπορεί να μην τα παρατήσαμε. Μπορεί απλά να τέλειωσε. Δεν ξέρω.
Δε θέλω να το σκέφτομαι, γι’ αυτό και το έχω αφήσει έτσι. Δεν ξέρω πως φτάσαμε ως εδώ. Λυπάμαι τόσο πολύ, αλλά νοιώθω τόσο ανήμπορος. Δικαιολογούμαι τόσον καιρό, λέω πως όλα άλλαξαν από τότε που ήρθε το παιδί στη ζωή μας. Το θέλαμε τόσο πολύ, αλλά πραγματικά είναι ένας αγώνας η καθημερινότητα που με καταβάλλει. Τόσες αγωνίες, τόσες έννοιες που δε μου μένει χρόνος να περάσω ξένοιαστα μαζί του, να τον χαρώ, να παίξω, να γελάσω.
Λέω πως φταίει η οικονομική κρίση, τα χρήματα λιγόστεψαν οι υποχρεώσεις παραμένουν οι ίδιες και αυτό το σπίτι που τόσο χαρήκαμε όταν το αγοράσαμε τώρα για μένα είναι μόνο ένα μόνιμο άγχος . Κάθε μήνα παλεύω με τα νούμερα και με τα έξοδα για να βρω πως θα τα καταφέρουμε με τις δόσεις. Το ξέρεις πως νομίζω ότι έχει μικρύνει το σπίτι μας; Θα γελάσεις. Κάθε φορά που έρχομαι γυρίζοντας από τη δουλειά, μου φαίνεται όλο και πιο μικρό, το ταβάνι πιο χαμηλό, οι τοίχοι κυρτοί, έτοιμοι να πέσουν πάνω μου, να με συνθλίψουν.»
Το πρόσωπό του συσπάται, πόσος πόνος μέσα στα πράσινα μάτια του. Με ξέπνοη φωνή συνεχίζει:
«Η αλήθεια είναι ότι χαθήκαμε. Κάπου χαθήκαμε Ειρήνη.» Γυρνάει και με κοιτάει τρυφερά στα μάτια. «Πώς έγινε η αγάπη μας πόλεμος; Εξοντωθήκαμε με τσακωμούς, με ειρωνείες, με προσβολές, με θυμό. Πολύ θυμό νοιώθω. Δεν ξέρω γιατί τα βάζω μαζί σου, αλλά κι εσύ, είσαι πολύ θυμωμένη».
Τον κοιτάζω με ήρεμη αποδοχή.
Φέρνει το χέρι του στο μέτωπο, φτιάχνοντας μια τούφα από τα καστανά του μαλλιά, αμήχανα και γλυκά.
«Χαίρομαι που μπορώ να σου μιλήσω επιτέλους, Όλα αυτά τα σκέφτομαι και τα λέω μόνος μου εδώ και πολύ καιρό, αλλά δεν μπορούσα να στα φανερώσω. Φοβόμουν ότι θα καταρρεύσεις. Φοβόμουν ότι είμαι λίγος, γι’ αυτά που ξεκινήσαμε να κάνουμε μαζί και που δεν μπορώ να τα χειριστώ. Το παιδί, το σπίτι, τη δουλειά, εσένα. Είναι ένα κουβάρι η ζωή μου. Δεν ξέρω τι θέλω πια. Με παρασέρνουν τα πράγματα κάθε μέρα. Έχω χάσει τον εαυτό μου. Τα βάζω μαζί σου γιατί τα βάζω με μένα, καταλαβαίνεις;»
Αρχίζει να φαίνεται στο πρόσωπό του η πίκρα και η απογοήτευση. Η λύπη. Για όλα όσα δεν καταφέραμε, για όλα όσα χάσαμε.
«Καταλαβαίνω...» συμφωνώ με λειψή φωνή. «Πήγαινε να κοιμηθείς. Εγώ θα ξαπλώσω εδώ, στον καναπέ. Αύριο μόλις ξυπνήσουμε θα ετοιμάσω κάποια επιπλέον πράγματα και θα φύγουμε.»

«Εσύ;» ρωτάει σιγανά, «δεν θες να μου πεις τίποτα;»
«Στα είπα όλα στο δρόμο.»
*